- σταυρί
- Ημιορεινός οικισμός (35 κάτ., υψόμ. 190 μ.), στην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κούνου.
* * *το / σταυρίον, ΝΜνεοελλ.η διάρθρωση τού μηριαίου και τού λαγόνιου οστού στο ισχίομσν.1. σταυρός λειτουργικός ή που φοριέται στο στήθος ως κόσμημα2. κεντητός σταυρός ως διακοσμητικό στοιχείο σε ενδύματα και άμφια3. διασταύρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σταυρίον, υποκορ. τού σταυρός].
Dictionary of Greek. 2013.